1 κατα-νήω
κατα-νήω oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-νήω